Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pulsìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pulˈsimetro]

σφυγμόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pulsazione pulsione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulsar (θηλ.ουσ)
pulsare (ρ.αμτβ.)
pulsatile (επίθ.)
pulsatilla (θηλ.ουσ)
pulsazione (θηλ.ουσ)
pulsimetro (ουσ αρσ )
pulsione (θηλ.ουσ)
pulsivo (επίθ.)
pulsometro (ουσ αρσ )
pulsoreattore (ουσ αρσ )
pulvino (ουσ αρσ )
pulviscolo (ουσ αρσ )
pulzella (θηλ.ουσ)
pum (επιφ.)
puma (ουσ αρσ )
pungente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pungere (ρ. μτβ.)
pungiglione (ουσ αρσ )
pungitopo (ουσ αρσ )
pungolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---