Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuma]

1 κούγκαρ felis concolor
2 ορεινός λέων felis concolor
3 πούμα felis concolor


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pum pungente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulsoreattore (ουσ αρσ )
pulvino (ουσ αρσ )
pulviscolo (ουσ αρσ )
pulzella (θηλ.ουσ)
pum (επιφ.)
puma (ουσ αρσ )
pungente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pungere (ρ. μτβ.)
pungiglione (ουσ αρσ )
pungitopo (ουσ αρσ )
pungolare (ρ. μτβ.)
pungolo (ουσ αρσ )
punibile (επίθ.)
punibilità (θηλ.ουσ)
puniceo (επίθ.)
punico (αρσ. επίθ και ουσ)
punire (ρ. μτβ.)
punitivo (επίθ.)
punitore (ουσ αρσ )
punitore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---