Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpunibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [punibiliˈta] 1 ροπή για τιμωρία 2 ιδιότητα του αξιόποινου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |