Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpùnta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpunta] 1 (massimo) η αιχνή 2 (di oggetto) η μύτη 3 (montagna, campanile, albero) η κορυφή 4 (piccola quantità) το ελάχιστο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdoppie punte [θηλ. πλυθ.] = η ψαλίδα || in punta di piedi = στις μύτες των ποδιών || ora [θηλ.] di punta = η ώρα αιχμής || ore [θηλ. πλυθ.] di punta = οι ώρες [f.] αιχμής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |