Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùnta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpunta]

1 (massimo) η αιχνή
2 (di oggetto) η μύτη
3 (montagna, campanile, albero) η κορυφή
4 (piccola quantità) το ελάχιστο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  punizione puntale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


doppie punte [θηλ. πλυθ.] = η ψαλίδα || in punta di piedi = στις μύτες των ποδιών || ora [θηλ.] di punta = η ώρα αιχμής || ore [θηλ. πλυθ.] di punta = οι ώρες [f.] αιχμής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

punire (ρ. μτβ.)
punitivo (επίθ.)
punitore (ουσ αρσ )
punitore (επίθ.)
punizione (θηλ.ουσ)
punta (θηλ.ουσ)
puntale (ουσ αρσ )
puntamento (ουσ αρσ )
puntapiedi (ουσ αρσ )
puntare (ρ. μτβ.)
puntasecca (θηλ.ουσ)
puntaspilli (ουσ αρσ )
puntata (θηλ.ουσ)
puntato (επίθ.)
puntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
puntazza (θηλ.ουσ)
punteggiamento (ουσ αρσ )
punteggiare (ρ. μτβ.)
punteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
punteggiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---