Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [puntaˈtore] 1 αυτός που ποντάρει 2 τζογαδόρος 3 σκοπευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |