Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puntellaˈtura] 1 αντιστήριγμα 2 αναστύλωση 3 υποστήριξη με στύλους 4 υποστύλωση 5 στύλωμα 6 υποστήριγμα 7 ενίσχυση 8 υποστύλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |