Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [punˈtone] 1 καδρόνι σκεπής 2 πάτερο 3 δοκάρι υποστήριξης στέγης 4 δοκάρι 5 δομικό μέλος που αντέχει πίεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |