Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntinìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [puntiˈnizmo] 1 ζωγραφική με στιγμές 2 πουαντιλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |