Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puntinìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [puntiˈnizmo]

1 ζωγραφική με στιγμές
2 πουαντιλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puntina puntino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntiglio (ουσ αρσ )
puntigliosamente (επίρ.)
puntigliosità (θηλ.ουσ)
puntiglioso (αρσ. επίθ και ουσ)
puntina (θηλ.ουσ)
puntinismo (ουσ αρσ )
puntino (ουσ αρσ )
punto (ουσ αρσ )
punto (επίθ.)
punto (επίρ.)
puntone (ουσ αρσ )
puntuale (επίθ.)
puntualità (θηλ.ουσ)
puntualizzare (ρ. μτβ.)
puntualizzazione (θηλ.ουσ)
puntualmente (επίρ.)
puntura (θηλ.ουσ)
puntuto (επίθ.)
punzecchiamento (ουσ αρσ )
punzecchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---