Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntigliosaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [puntiʎʎosaˈmente] 1 πεισματικά 2 πεισματάρικα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |