Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpunteruòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [punteˈrwɔlo] 1 ζουμπάς (εργαλείο) 2 εργαλείο πριτσινιών 3 σουβλί 4 σουβλί για τρύπες καρφιών 5 διατρητική μηχανή 6 σακοράφα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |