Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


punteruòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [punteˈrwɔlo]

1 ζουμπάς (εργαλείο)
2 εργαλείο πριτσινιών
3 σουβλί
4 σουβλί για τρύπες καρφιών
5 διατρητική μηχανή
6 σακοράφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  punteria puntiglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntellare (ρ. μτβ.)
puntellarsi (ρ.μ. (αντων.))
puntellatura (θηλ.ουσ)
puntello (ουσ αρσ )
punteria (θηλ.ουσ)
punteruolo (ουσ αρσ )
puntiglio (ουσ αρσ )
puntigliosamente (επίρ.)
puntigliosità (θηλ.ουσ)
puntiglioso (αρσ. επίθ και ουσ)
puntina (θηλ.ουσ)
puntinismo (ουσ αρσ )
puntino (ουσ αρσ )
punto (ουσ αρσ )
punto (επίθ.)
punto (επίρ.)
puntone (ουσ αρσ )
puntuale (επίθ.)
puntualità (θηλ.ουσ)
puntualizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---