ItalianoGreco


puntellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [puntelˈlare]

1 συντάσσομαι
2 υποβαστάζω
3 σιγοντάρω
4 συντρέχω
5 αντιστυλώνω
6 στυλώνω
7 υποστυλώνω
8 υποστηρίζω με στύλο
9 στηρίζω
10 αντιστηρίζω
11 αντιστυλώνω

puntellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [puntelˈlarsi]

ζητώ υποστήριξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---