ItalianoGreco


punteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [puntedˈʤare]

1 βάζω σημεία στίξης
2 στίζω
3 διαστίζω
4 σημαδεύω με ζουμπά (για άνοιγμα τρύπας)
5 καταστίζω
6 κεντώ
7 αγκυλώνω
8 διακοσμώ με στίγματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---