Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


punteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [puntedˈʤare]

1 βάζω σημεία στίξης
2 στίζω
3 διαστίζω
4 σημαδεύω με ζουμπά (για άνοιγμα τρύπας)
5 καταστίζω
6 κεντώ
7 αγκυλώνω
8 διακοσμώ με στίγματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  punteggiamento punteggiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntata (θηλ.ουσ)
puntato (επίθ.)
puntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
puntazza (θηλ.ουσ)
punteggiamento (ουσ αρσ )
punteggiare (ρ. μτβ.)
punteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
punteggiatura (θηλ.ουσ)
punteggio (ουσ αρσ )
puntellamento (ουσ αρσ )
puntellare (ρ. μτβ.)
puntellarsi (ρ.μ. (αντων.))
puntellatura (θηλ.ουσ)
puntello (ουσ αρσ )
punteria (θηλ.ουσ)
punteruolo (ουσ αρσ )
puntiglio (ουσ αρσ )
puntigliosamente (επίρ.)
puntigliosità (θηλ.ουσ)
puntiglioso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---