Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpunteggiàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [puntedˈʤato] 1 διάστικτος 2 κηλιδωτός 3 στικτός 4 κατάστικτος 5 παρδαλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |