Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpunto]

(ortografico) η τελεία

pùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpunto]

παραμικρός

pùnto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈpunto]

καθόλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puntino puntone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alle 4 in punto = στις τέσσερεις ακριβώς || punto [αρσ.] di riferimento = το σημείο αναφοράς || punto [αρσ.] di vista = η άποψη || punto [αρσ.] e virgola = η άνω τελεία || punto [αρσ.] esclamativo = το θαυμαστικό || punto [αρσ.] interrogativo = το ερωτηματικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntigliosità (θηλ.ουσ)
puntiglioso (αρσ. επίθ και ουσ)
puntina (θηλ.ουσ)
puntinismo (ουσ αρσ )
puntino (ουσ αρσ )
punto (ουσ αρσ )
punto (επίθ.)
punto (επίρ.)
puntone (ουσ αρσ )
puntuale (επίθ.)
puntualità (θηλ.ουσ)
puntualizzare (ρ. μτβ.)
puntualizzazione (θηλ.ουσ)
puntualmente (επίρ.)
puntura (θηλ.ουσ)
puntuto (επίθ.)
punzecchiamento (ουσ αρσ )
punzecchiare (ρ. μτβ.)
punzecchiatura (θηλ.ουσ)
punzonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---