Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuntàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [punˈtare] 1 (scommettere) ποντάρω 2 (mirare) σημαδεύω, σκοπεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |