Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puntàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [punˈtare]

1 (scommettere) ποντάρω
2 (mirare) σημαδεύω, σκοπεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puntapiedi puntasecca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

punizione (θηλ.ουσ)
punta (θηλ.ουσ)
puntale (ουσ αρσ )
puntamento (ουσ αρσ )
puntapiedi (ουσ αρσ )
puntare (ρ. μτβ.)
puntasecca (θηλ.ουσ)
puntaspilli (ουσ αρσ )
puntata (θηλ.ουσ)
puntato (επίθ.)
puntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
puntazza (θηλ.ουσ)
punteggiamento (ουσ αρσ )
punteggiare (ρ. μτβ.)
punteggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
punteggiatura (θηλ.ουσ)
punteggio (ουσ αρσ )
puntellamento (ουσ αρσ )
puntellare (ρ. μτβ.)
puntellarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---