Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


punìceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [puˈniʧeo]

φωτεινός κόκκινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  punibilità punico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pungitopo (ουσ αρσ )
pungolare (ρ. μτβ.)
pungolo (ουσ αρσ )
punibile (επίθ.)
punibilità (θηλ.ουσ)
puniceo (επίθ.)
punico (αρσ. επίθ και ουσ)
punire (ρ. μτβ.)
punitivo (επίθ.)
punitore (ουσ αρσ )
punitore (επίθ.)
punizione (θηλ.ουσ)
punta (θηλ.ουσ)
puntale (ουσ αρσ )
puntamento (ουσ αρσ )
puntapiedi (ουσ αρσ )
puntare (ρ. μτβ.)
puntasecca (θηλ.ουσ)
puntaspilli (ουσ αρσ )
puntata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---