Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpùngolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpungolo] 1 σουβλί 2 κεντρί 3 τσίμπημα 4 κέντρισμα 5 βούκεντρο 6 βουκέντρα 7 σπιρούνι 8 αγκάθι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |