Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpungolo]

1 σουβλί
2 κεντρί
3 τσίμπημα
4 κέντρισμα
5 βούκεντρο
6 βουκέντρα
7 σπιρούνι
8 αγκάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pungolare punibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pungente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pungere (ρ. μτβ.)
pungiglione (ουσ αρσ )
pungitopo (ουσ αρσ )
pungolare (ρ. μτβ.)
pungolo (ουσ αρσ )
punibile (επίθ.)
punibilità (θηλ.ουσ)
puniceo (επίθ.)
punico (αρσ. επίθ και ουσ)
punire (ρ. μτβ.)
punitivo (επίθ.)
punitore (ουσ αρσ )
punitore (επίθ.)
punizione (θηλ.ουσ)
punta (θηλ.ουσ)
puntale (ουσ αρσ )
puntamento (ουσ αρσ )
puntapiedi (ουσ αρσ )
puntare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---