Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpùlsar
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpulsar] 1 πάλσαρ 2 παλλόμενη πηγή ραδιοκυμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |