Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pulcióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pulˈʧoso], [pulˈʧozo]

γεμάτος ψύλλους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pulcino puledra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulciaio (ουσ αρσ )
pulcinaio (ουσ αρσ )
pulcinella (ουσ αρσ )
pulcinellata (θηλ.ουσ)
pulcino (ουσ αρσ )
pulcioso (επίθ.)
puledra (θηλ.ουσ)
puledro (ουσ αρσ )
puleggia (θηλ.ουσ)
pulica (θηλ.ουσ)
pulicaria (θηλ.ουσ)
pulimentare (ρ. μτβ.)
pulimentatore (ουσ αρσ )
pulimentazione (θηλ.ουσ)
pulimento (ουσ αρσ )
pulire (ρ. μτβ.)
pulirsi (ρ.μ. (αντων.))
pulisciorecchi (ουσ αρσ )
puliscipenne (ουσ αρσ )
puliscipiedi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---