Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpulimentazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pulimentatˈtsjone] 1 στίλβωση 2 λουστράρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |