Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pulisciscàrpe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pu,liʃʃisˈkarpe]

χαλάκι πόρτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puliscipiedi pulita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulire (ρ. μτβ.)
pulirsi (ρ.μ. (αντων.))
pulisciorecchi (ουσ αρσ )
puliscipenne (ουσ αρσ )
puliscipiedi (ουσ αρσ )
pulisciscarpe (ουσ αρσ )
pulita (θηλ.ουσ)
pulitamente (επίρ.)
pulitezza (θηλ.ουσ)
pulito (επίθ.)
pulitore (ουσ αρσ )
pulitrice (θηλ.ουσ)
pulitura (θηλ.ουσ)
pulizia (θηλ.ουσ)
pullman (ουσ αρσ )
pullover (ουσ αρσ )
pullulare (ρ.αμτβ.)
pulmino (ουσ αρσ )
pulone (ουσ αρσ )
pulpite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---