Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pulìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [puˈlita]

1 πλύσιμο
2 λαμπικάρισμα
3 ξεκαθάρισμα
4 σκούπισμα
5 ξελάσπωμα
6 ξεσκόνισμα
7 πάστρεμα
8 αποτριβή
9 καθαρισμός
10 ξεβρόμισμα
11 αγνισμός
12 σφουγγάρισμα
13 πλύση
14 βούρτσισμα
15 λάτρα
16 ξεμαγάρισμα
17 καθάρισμα
18 ξαράχνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pulisciscarpe pulitamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulirsi (ρ.μ. (αντων.))
pulisciorecchi (ουσ αρσ )
puliscipenne (ουσ αρσ )
puliscipiedi (ουσ αρσ )
pulisciscarpe (ουσ αρσ )
pulita (θηλ.ουσ)
pulitamente (επίρ.)
pulitezza (θηλ.ουσ)
pulito (επίθ.)
pulitore (ουσ αρσ )
pulitrice (θηλ.ουσ)
pulitura (θηλ.ουσ)
pulizia (θηλ.ουσ)
pullman (ουσ αρσ )
pullover (ουσ αρσ )
pullulare (ρ.αμτβ.)
pulmino (ουσ αρσ )
pulone (ουσ αρσ )
pulpite (θηλ.ουσ)
pulpito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---