Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpulitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puliˈtura] ο καθαρισμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpulitura [θηλ.] a secco = το στεγνοκαθαριστήριο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |