Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [puliˈmento]

1 λουστράρισμα
2 στίλβωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pulimentazione pulire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pulica (θηλ.ουσ)
pulicaria (θηλ.ουσ)
pulimentare (ρ. μτβ.)
pulimentatore (ουσ αρσ )
pulimentazione (θηλ.ουσ)
pulimento (ουσ αρσ )
pulire (ρ. μτβ.)
pulirsi (ρ.μ. (αντων.))
pulisciorecchi (ουσ αρσ )
puliscipenne (ουσ αρσ )
puliscipiedi (ουσ αρσ )
pulisciscarpe (ουσ αρσ )
pulita (θηλ.ουσ)
pulitamente (επίρ.)
pulitezza (θηλ.ουσ)
pulito (επίθ.)
pulitore (ουσ αρσ )
pulitrice (θηλ.ουσ)
pulitura (θηλ.ουσ)
pulizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---