Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpulcìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pulˈʧino] το κοτοπουλάκι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbagnarsi come un pulcino = γίνομαι παπί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |