Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pugnalatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [puɲɲalaˈtore]

μαχαιροβγάλτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pugnalata pugnale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pugna (θηλ.ουσ)
pugnace (επίθ.)
pugnacemente (επίρ.)
pugnalare (ρ. μτβ.)
pugnalata (θηλ.ουσ)
pugnalatore (ουσ αρσ )
pugnale (ουσ αρσ )
pugnare (ρ.αμτβ.)
pugno (ουσ αρσ )
puh (επιφ.)
pula (θηλ.ουσ)
pulce (θηλ.ουσ)
pulcesecca (θηλ.ουσ)
pulciaio (ουσ αρσ )
pulcinaio (ουσ αρσ )
pulcinella (ουσ αρσ )
pulcinellata (θηλ.ουσ)
pulcino (ουσ αρσ )
pulcioso (επίθ.)
puledra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---