Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpugnalàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puɲɲaˈlata] 1 πληγή από αιχμηρό όπλο 2 πλήγμα 3 μαχαιριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |