Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpuglièse
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puʎˈʎese], [puʎˈʎeze] κάτοικος της Απουλίας puglièse επίθετο Προσφορά I.P.A.: [puʎˈʎese], [puʎˈʎeze] ο της Απουλίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |