Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùgile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuʤile]

ο πυγμάχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pugilatore pugilistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puf (ουσ αρσ )
puff (ονοματ.)
puffino (ουσ αρσ )
pugilato (ουσ αρσ )
pugilatore (ουσ αρσ )
pugile (ουσ αρσ )
pugilistico (επίθ.)
puglia (θηλ.ουσ)
pugliese (ουσ αρσ και θηλ.)
pugliese (επίθ.)
pugna (θηλ.ουσ)
pugnace (επίθ.)
pugnacemente (επίρ.)
pugnalare (ρ. μτβ.)
pugnalata (θηλ.ουσ)
pugnalatore (ουσ αρσ )
pugnale (ουσ αρσ )
pugnare (ρ.αμτβ.)
pugno (ουσ αρσ )
puh (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---