Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puf  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuf]

πουφ (μαξιλάρι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puerperio puff  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puerilmente (επίρ.)
puerizia (θηλ.ουσ)
puerpera (θηλ.ουσ)
puerperale (επίθ.)
puerperio (ουσ αρσ )
puf (ουσ αρσ )
puff (ονοματ.)
puffino (ουσ αρσ )
pugilato (ουσ αρσ )
pugilatore (ουσ αρσ )
pugile (ουσ αρσ )
pugilistico (επίθ.)
puglia (θηλ.ουσ)
pugliese (ουσ αρσ και θηλ.)
pugliese (επίθ.)
pugna (θηλ.ουσ)
pugnace (επίθ.)
pugnacemente (επίρ.)
pugnalare (ρ. μτβ.)
pugnalata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---