Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puerperàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [puerpeˈrale]

επιλόχειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puerpera puerperio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puerilismo (ουσ αρσ )
puerilità (θηλ.ουσ)
puerilmente (επίρ.)
puerizia (θηλ.ουσ)
puerpera (θηλ.ουσ)
puerperale (επίθ.)
puerperio (ουσ αρσ )
puf (ουσ αρσ )
puff (ονοματ.)
puffino (ουσ αρσ )
pugilato (ουσ αρσ )
pugilatore (ουσ αρσ )
pugile (ουσ αρσ )
pugilistico (επίθ.)
puglia (θηλ.ουσ)
pugliese (ουσ αρσ και θηλ.)
pugliese (επίθ.)
pugna (θηλ.ουσ)
pugnace (επίθ.)
pugnacemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---