Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

multiloquènza (θηλ.ουσ) mungitùra (θηλ.ουσ)
multilòquio (ουσ αρσ ) mùngo (ουσ αρσ )
multimilionàrio (ουσ αρσ ) municipàle (αρσ. επίθ και ουσ)
multimilionàrio (επίθ.) municipalità (θηλ.ουσ)
multinazionàle (θηλ.ουσ) municipalizzàre (ρ. μτβ.)
multinazionàle (επίθ.) municipalizzazióne (θηλ.ουσ)
multìpara (θηλ.ουσ) municìpio (ουσ αρσ )
multiplétto (ουσ αρσ ) munificaménte (επίρ.)
multiplex (ουσ αρσ ) munificènte (επίθ.)
mùltiplo (ουσ αρσ ) munificènza (θηλ.ουσ)
mùltiplo (επίθ.) munìfico (επίθ.)
multipolàre (επίθ.) munìre (ρ. μτβ.)
multiprogrammazióne (θηλ.ουσ) munirsi (ρ.μ. (αντων.))
multirazziàle (επίθ.) munizionaménto (ουσ αρσ )
multistràto (επίθ.) munizióne (θηλ.ουσ)
multiterminàle (επίθ.) muóne (ουσ αρσ )
multivibratóre (αρσ. επίθ και ουσ) muòvere (ρ.αμτβ.)
mùmmia (θηλ.ουσ) muòvere (ρ. μτβ.)
mummificàre (ρ. μτβ.) muòversi (ρ. μ. αμτβ.)
mummificarsi (ρ.μ. (αντων.)) mùra (θηλ. ουσ πληθ.)
mummificazióne (θηλ.ουσ) muràglia (θηλ.ουσ)
mùngere (ρ. μτβ.) muragliòne (ουσ αρσ )
mungitóio (ουσ αρσ ) muraiòla (θηλ.ουσ)
mungitóre (αρσ. επίθ και ουσ) muraiòlo (αρσ. επίθ και ουσ)
mungitrìce (θηλ.ουσ) muràle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: