Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lessicòlogo (ουσ αρσ ) letteràto (ουσ αρσ )
lésso (ουσ αρσ ) letteràto (επίθ.)
lésso (επίθ.) letteratùra (θηλ.ουσ)
lestaménte (επίρ.) lettièra (θηλ.ουσ)
lestézza (θηλ.ουσ) lettìga (θηλ.ουσ)
lèsto (επίθ.) lettighière (ουσ αρσ )
lesto (επίρ.) lètto (ουσ αρσ )
lestofànte (ουσ αρσ και θηλ.) lettóne (ουσ αρσ και θηλ.)
let (ουσ αρσ ) lèttone (επίθ.)
letàle (επίθ.) Lettònia (κύρ.όν. θηλ.)
letalità (θηλ.ουσ) lettoràto (ουσ αρσ )
letamàio (ουσ αρσ ) lettóre (ουσ αρσ )
letàme (ουσ αρσ ) lettùra (θηλ.ουσ)
letargìa (θηλ.ουσ) letturìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
letàrgico (επίθ.) Lèucade (θηλ.ουσ)
letàrgo (ουσ αρσ ) leucemìa (θηλ.ουσ)
lète (ουσ αρσ ) leucèmico (ουσ αρσ )
letìzia (θηλ.ουσ) leucèmico (επίθ.)
lètta (θηλ.ουσ) leucìsco (ουσ αρσ )
lèttera, léttera (θηλ.ουσ) leucìte (θηλ.ουσ)
letteràle (επίθ.) leucocìta (ουσ αρσ )
letteralménte (επίρ.) leucocitàrio (επίθ.)
letterariaménte (επίρ.) leucocitolìsi (θηλ.ουσ)
letterarietà (θηλ.ουσ) leucocitòsi (θηλ.ουσ)
letteràrio (επίθ.) leucòma (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: