Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛsto]

1 βεβιασμένος
2 βιαστικός
3 γοργός
4 σβέλτος
5 ευκίνητος
6 ταχύς
7 άμεσος
8 εύστροφος
9 γρήγορος

lesto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛsto]

1 εσπευσμένα
2 επιτροχάδην
3 αλέστα
4 μάνι μάνι
5 άρον άρον
6 αρπαχτά
7 γοργά
8 γρήγορα
9 άμεσα
10 βιαστικά
11 σβέλτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lestezza lestofante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lessicologo (ουσ αρσ )
lesso (ουσ αρσ )
lesso (επίθ.)
lestamente (επίρ.)
lestezza (θηλ.ουσ)
lesto (επίθ.)
lesto (επίρ.)
lestofante (ουσ αρσ και θηλ.)
let (ουσ αρσ )
letale (επίθ.)
letalità (θηλ.ουσ)
letamaio (ουσ αρσ )
letame (ουσ αρσ )
letargia (θηλ.ουσ)
letargico (επίθ.)
letargo (ουσ αρσ )
lete (ουσ αρσ )
letizia (θηλ.ουσ)
letta (θηλ.ουσ)
lettera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---