ItalianoGreco


letamàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [letaˈmajo]

1 χοιροστάσιο
2 σπίτι μικρό και βρόμικο
3 σωρός κόπρου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---