Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


let  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛt]

1 μίσθωση
2 νοίκιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lestofante letale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lestamente (επίρ.)
lestezza (θηλ.ουσ)
lesto (επίθ.)
lesto (επίρ.)
lestofante (ουσ αρσ και θηλ.)
let (ουσ αρσ )
letale (επίθ.)
letalità (θηλ.ουσ)
letamaio (ουσ αρσ )
letame (ουσ αρσ )
letargia (θηλ.ουσ)
letargico (επίθ.)
letargo (ουσ αρσ )
lete (ουσ αρσ )
letizia (θηλ.ουσ)
letta (θηλ.ουσ)
lettera (θηλ.ουσ)
letterale (επίθ.)
letteralmente (επίρ.)
letterariamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---