Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèttera, léttera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛttera], [ˈlettera]

1 (missiva) η επιστολή
2 (d'alfabeto) το γράμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  letta letterale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla lettera = κάτα λέξη || buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || carta [θηλ.] da lettere = το επιστολόχαρτο, το χαρτί αλληλογραφίας || cassetta [θηλ.] delle lettere # buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || lettera [θηλ.] raccomandata = το συστημένο γράμμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

letargico (επίθ.)
letargo (ουσ αρσ )
lete (ουσ αρσ )
letizia (θηλ.ουσ)
letta (θηλ.ουσ)
lettera (θηλ.ουσ)
letterale (επίθ.)
letteralmente (επίρ.)
letterariamente (επίρ.)
letterarietà (θηλ.ουσ)
letterario (επίθ.)
letterato (ουσ αρσ )
letterato (επίθ.)
letteratura (θηλ.ουσ)
lettiera (θηλ.ουσ)
lettiga (θηλ.ουσ)
lettighiere (ουσ αρσ )
letto (ουσ αρσ )
lettone (ουσ αρσ και θηλ.)
lettone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---