Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lettóne  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [letˈtone]

1 λετονική γλώσσα
2 λετονός

lèttone  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛttone]

λετονή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  letto Lettonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

letteratura (θηλ.ουσ)
lettiera (θηλ.ουσ)
lettiga (θηλ.ουσ)
lettighiere (ουσ αρσ )
letto (ουσ αρσ )
lettone (ουσ αρσ και θηλ.)
lettone (επίθ.)
Lettonia (κύρ.όν. θηλ.)
lettorato (ουσ αρσ )
lettore (ουσ αρσ )
lettura (θηλ.ουσ)
letturista (ουσ αρσ και θηλ.)
Leucade (θηλ.ουσ)
leucemia (θηλ.ουσ)
leucemico (ουσ αρσ )
leucemico (επίθ.)
leucisco (ουσ αρσ )
leucite (θηλ.ουσ)
leucocita (ουσ αρσ )
leucocitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---