Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlettóne
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [letˈtone] 1 λετονική γλώσσα 2 λετονός lèttone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛttone] λετονή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |