Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lettighière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lettiˈgjɛre]

1 τραυματιοφορέας
2 χαμάλης που σήκωνε φορείο με επίσημο πρόσωπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lettiga letto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

letterato (ουσ αρσ )
letterato (επίθ.)
letteratura (θηλ.ουσ)
lettiera (θηλ.ουσ)
lettiga (θηλ.ουσ)
lettighiere (ουσ αρσ )
letto (ουσ αρσ )
lettone (ουσ αρσ και θηλ.)
lettone (επίθ.)
Lettonia (κύρ.όν. θηλ.)
lettorato (ουσ αρσ )
lettore (ουσ αρσ )
lettura (θηλ.ουσ)
letturista (ουσ αρσ και θηλ.)
Leucade (θηλ.ουσ)
leucemia (θηλ.ουσ)
leucemico (ουσ αρσ )
leucemico (επίθ.)
leucisco (ουσ αρσ )
leucite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---