ItalianoGreco


lettighière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lettiˈgjɛre]

1 τραυματιοφορέας
2 χαμάλης που σήκωνε φορείο με επίσημο πρόσωπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---