Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [letˈtore] (all'università) ο λέκτορας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlettore [αρσ.] CD = η συσκευή σι ντι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |