Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛtto]

το κρεβάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lettighiere lettone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camera [θηλ.] da letto = το υπνοδωμάτιο || divano-letto [αρσ.] = ο καναπές-κρεβάτι || letto [αρσ.] a castello = οι κουκέτες [f.] || letto [αρσ.] a due piazze = το διπλό κρεβάτι || letto [αρσ.] a una piazza = το μονό κρεβάτι || letto [αρσ.] matrimoniale = το διπλό κρεβάτι || rifare il letto = στρώνω το κρεβάτι || vagone [αρσ.] letto = η κλινάμαξα, το βαγόν-λί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

letterato (επίθ.)
letteratura (θηλ.ουσ)
lettiera (θηλ.ουσ)
lettiga (θηλ.ουσ)
lettighiere (ουσ αρσ )
letto (ουσ αρσ )
lettone (ουσ αρσ και θηλ.)
lettone (επίθ.)
Lettonia (κύρ.όν. θηλ.)
lettorato (ουσ αρσ )
lettore (ουσ αρσ )
lettura (θηλ.ουσ)
letturista (ουσ αρσ και θηλ.)
Leucade (θηλ.ουσ)
leucemia (θηλ.ουσ)
leucemico (ουσ αρσ )
leucemico (επίθ.)
leucisco (ουσ αρσ )
leucite (θηλ.ουσ)
leucocita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---