Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lettùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [letˈtura]

η ανάγνωση, το διάβασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lettore letturista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lettone (ουσ αρσ και θηλ.)
lettone (επίθ.)
Lettonia (κύρ.όν. θηλ.)
lettorato (ουσ αρσ )
lettore (ουσ αρσ )
lettura (θηλ.ουσ)
letturista (ουσ αρσ και θηλ.)
Leucade (θηλ.ουσ)
leucemia (θηλ.ουσ)
leucemico (ουσ αρσ )
leucemico (επίθ.)
leucisco (ουσ αρσ )
leucite (θηλ.ουσ)
leucocita (ουσ αρσ )
leucocitario (επίθ.)
leucocitolisi (θηλ.ουσ)
leucocitosi (θηλ.ουσ)
leucoma (ουσ αρσ )
leucoplasto (ουσ αρσ )
leucopoiesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---