Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


letalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [letaliˈta]

1 θνησιμότητα
2 ποσοστό θανάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  letale letamaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lesto (επίθ.)
lesto (επίρ.)
lestofante (ουσ αρσ και θηλ.)
let (ουσ αρσ )
letale (επίθ.)
letalità (θηλ.ουσ)
letamaio (ουσ αρσ )
letame (ουσ αρσ )
letargia (θηλ.ουσ)
letargico (επίθ.)
letargo (ουσ αρσ )
lete (ουσ αρσ )
letizia (θηλ.ουσ)
letta (θηλ.ουσ)
lettera (θηλ.ουσ)
letterale (επίθ.)
letteralmente (επίρ.)
letterariamente (επίρ.)
letterarietà (θηλ.ουσ)
letterario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---