Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lessicòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,lɛssiˈkɔlogo]

λεξικολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lessicologico lesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lessicografia (θηλ.ουσ)
lessicografico (επίθ.)
lessicografo (ουσ αρσ )
lessicologia (θηλ.ουσ)
lessicologico (επίθ.)
lessicologo (ουσ αρσ )
lesso (ουσ αρσ )
lesso (επίθ.)
lestamente (επίρ.)
lestezza (θηλ.ουσ)
lesto (επίθ.)
lesto (επίρ.)
lestofante (ουσ αρσ και θηλ.)
let (ουσ αρσ )
letale (επίθ.)
letalità (θηλ.ουσ)
letamaio (ουσ αρσ )
letame (ουσ αρσ )
letargia (θηλ.ουσ)
letargico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---