Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galantomìsmo (ουσ αρσ ) galilèa (θηλ.ουσ)
galantuòmo (ουσ αρσ ) galileiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
galàssia (θηλ.ουσ) galilèo (αρσ. επίθ και ουσ)
galatèo (ουσ αρσ ) Galìzia (κύρ.όν. θηλ.)
galàttico (επίθ.) galiziàno (αρσ. επίθ και ουσ)
galattòforo (αρσ. επίθ και ουσ) gàlla (θηλ.ουσ)
galattòmetro (ουσ αρσ ) gallàre (ρ. μτβ.)
galattopoiètico (επίθ.) gallàto (επίθ.)
galattòsio (ουσ αρσ ) galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galavèrna (θηλ.ουσ) galleggiaménto (ουσ αρσ )
gàlbano (ουσ αρσ ) galleggiànte (ουσ αρσ )
gàlbulo (ουσ αρσ ) galleggiànte (επίθ.)
galèa (θηλ.ουσ) galleggiàre (ρ.αμτβ.)
galeàzza (θηλ.ουσ) gallerìa (θηλ.ουσ)
galèna (θηλ.ουσ) gallèria (θηλ.ουσ)
galènico (επίθ.) gallerìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
Galèno (κύρ.όν. αρσ.) Gàlles (ουσ αρσ )
gàleo, galèo (ουσ αρσ ) gallése (ουσ αρσ )
galeóne (ουσ αρσ ) gallése (επίθ.)
galeopitèco (ουσ αρσ ) gallétta (θηλ.ουσ)
galeòtta (θηλ.ουσ) gallétto (ουσ αρσ )
galeòtto (ουσ αρσ ) Gàllia (κύρ.όν. θηλ.)
galèra (θηλ.ουσ) gallicanìsmo (ουσ αρσ )
galèro (ουσ αρσ ) gallicàno (επίθ.)
galèstro (ουσ αρσ ) gallicìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: