Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fattóre (ουσ αρσ ) fautóre (ουσ αρσ )
fattorìa (θηλ.ουσ) fauve (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fattoriàle (αρσ. επίθ και ουσ) fauvìsmo (ουσ αρσ )
fattorìno (ουσ αρσ ) fàva (θηλ.ουσ)
fattrìce (θηλ.ουσ) favagèllo (ουσ αρσ )
fattuàle (θηλ. επίθ και ουσ) favèlla (θηλ.ουσ)
fattucchièra (θηλ.ουσ) favellàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fattucchière (ουσ αρσ ) fàvo (ουσ αρσ )
fattucchierìa (θηλ.ουσ) fàvola (θηλ.ουσ)
fattùra (θηλ.ουσ) favoleggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fatturàre (ρ. μτβ.) favoleggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
fatturàto (ουσ αρσ ) favolèllo (ουσ αρσ )
fatturàto (επίθ.) favolìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
fatturatrìce (θηλ.ουσ) favolìstica (θηλ.ουσ)
fatturazióne (θηλ.ουσ) favolìstico (επίθ.)
fatturìsta (ουσ αρσ και θηλ.) favolosaménte (επίρ.)
fatuità (θηλ.ουσ) favolosità (θηλ.ουσ)
fàtuo (επίθ.) favolóso (επίθ.)
fàuci (θηλ. ουσ πληθ.) favònio (ουσ αρσ )
fàuna (θηλ.ουσ) favóre (ουσ αρσ )
faunésco (επίθ.) favoreggiaménto (ουσ αρσ )
faunìstica (θηλ.ουσ) favoreggiàre (ρ. μτβ.)
faunìstico (επίθ.) favoreggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
fàuno (ουσ αρσ ) favorévole (επίθ.)
fàusto (επίθ.) favorìre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: