Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


favolìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [favoˈlistiko]

ο των παραμυθιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  favolistica favolosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

favoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favoleggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favolello (ουσ αρσ )
favolista (ουσ αρσ και θηλ.)
favolistica (θηλ.ουσ)
favolistico (επίθ.)
favolosamente (επίρ.)
favolosità (θηλ.ουσ)
favoloso (επίθ.)
favonio (ουσ αρσ )
favore (ουσ αρσ )
favoreggiamento (ουσ αρσ )
favoreggiare (ρ. μτβ.)
favoreggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favorevole (επίθ.)
favorire (ρ. μτβ.)
favorita (θηλ.ουσ)
favoritismo (ουσ αρσ )
favorito (ουσ αρσ )
favorito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---