Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fautóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fawˈtore]

1 οπαδός
2 θιασώτης
3 συνήγορος
4 υποστηρικτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fausto fauve  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faunesco (επίθ.)
faunistica (θηλ.ουσ)
faunistico (επίθ.)
fauno (ουσ αρσ )
fausto (επίθ.)
fautore (ουσ αρσ )
fauve (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fauvismo (ουσ αρσ )
fava (θηλ.ουσ)
favagello (ουσ αρσ )
favella (θηλ.ουσ)
favellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favo (ουσ αρσ )
favola (θηλ.ουσ)
favoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favoleggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favolello (ουσ αρσ )
favolista (ουσ αρσ και θηλ.)
favolistica (θηλ.ουσ)
favolistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---