Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfavo]

1 κερήθρα
2 μολυσματική δερματοπάθεια οφειλόμενη στο μύκητα Trichophyton schoenleinii


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  favellare favola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fauvismo (ουσ αρσ )
fava (θηλ.ουσ)
favagello (ουσ αρσ )
favella (θηλ.ουσ)
favellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favo (ουσ αρσ )
favola (θηλ.ουσ)
favoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favoleggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favolello (ουσ αρσ )
favolista (ουσ αρσ και θηλ.)
favolistica (θηλ.ουσ)
favolistico (επίθ.)
favolosamente (επίρ.)
favolosità (θηλ.ουσ)
favoloso (επίθ.)
favonio (ουσ αρσ )
favore (ουσ αρσ )
favoreggiamento (ουσ αρσ )
favoreggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---