Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfavo] 1 κερήθρα 2 μολυσματική δερματοπάθεια οφειλόμενη στο μύκητα Trichophyton schoenleinii permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |