Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàuci  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈfawʧi]

1 σιαγόνες
2 οισοφάγος
3 γνάθοι
4 παρίσθμια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fatuo fauna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fatturatrice (θηλ.ουσ)
fatturazione (θηλ.ουσ)
fatturista (ουσ αρσ και θηλ.)
fatuità (θηλ.ουσ)
fatuo (επίθ.)
fauci (θηλ. ουσ πληθ.)
fauna (θηλ.ουσ)
faunesco (επίθ.)
faunistica (θηλ.ουσ)
faunistico (επίθ.)
fauno (ουσ αρσ )
fausto (επίθ.)
fautore (ουσ αρσ )
fauve (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fauvismo (ουσ αρσ )
fava (θηλ.ουσ)
favagello (ουσ αρσ )
favella (θηλ.ουσ)
favellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---